- τεμπέλικος
- -η, -ο, Ν [τεμπέλης]αυτός που προσιδιάζει σε τεμπέλη (α. «τεμπέλικο γατί» β. «τεμπέλικη ζωή»).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τεμπέλικος — η, ο αυτός που ταιριάζει σε τεμπέλη, μαχμουρλίδικος, νωχελής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κορμοσκυλιασμένος — η, ο τεμπέλικος, αδρανής … Dictionary of Greek
ραχατλήδικος — η, θηλ. και ια, Ν [ραχατλής] αυτός που αναφέρεται στον ραχατλή, τεμπέλικος … Dictionary of Greek
σχολαστής — οῡ, ὁ, Α [σχολάζω] 1. τεμπέλης 2. ως επίθ. τεμπέλικος («σχολαστὴς βίος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek